- παραφέρνω
- 1. φέρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει, κουβαλώ υπερβολικά, παρακουβαλώ2. παρομοιάζω κάτι με κάτι άλλο κατά λάθος («σέ παράφερα με έναν φίλο μου, αλλά έπεσα έξω»)3. (αμτβ.) προσομοιάζω, μοιάζω κάπως με κάποιον ή με κάτι άλλο («ο χαρακτήρας του παραφέρνει με τον δικό σου»)4. μέσ. παραφέρνομαιπαραφέρομαι, εξάπτομαι πολύ, εξοργίζομαι υπερβολικά, παρεκτρέπομαι.
Dictionary of Greek. 2013.